- χήμωση
- η / χήμωσις, -ώσεως, ΝΑνεοελλ.ιατρ. οιδηματώδης διήθηση τού κερατοειδούς χιτώνα τού ματιού, που προκαλεί τον σχηματισμό επηρμένου δακτυλίου γύρω τουαρχ.(κατά τον Γαλ.) «χήμωσίς ἐστι ἔπαρμα τοῡ περιοφθαλμίου ὑμένος ὅ καὶ λευκὸν προσαγορεύουσι πάθος ὅμοιον λευκῇ σαρκί».[ΕΤΥΜΟΛ. < χήμη* + κατάλ. -ωσις, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χημῶ. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chemosis].
Dictionary of Greek. 2013.